οστεοσκλήρωση

οστεοσκλήρωση
η
ιατρ. πύκνωση τού οστίτη οστού, πρωτοπαθής αλλά, συχνότερα, δευτεροπαθής από φλεγμονή, νεόπλασμα ή μεταβολική διαταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteosclerosis < ὀστέον / ὀστοῦν + σκλήρωσις(-η)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελορεόστωση — η ιατρ. οστεοπάθεια χαρακτηριζόμενη από οστεοσκλήρωση ενός συνήθως μέλους τού σώματος, με ταινιοειδείς πυκνώσεις και εναποθέσεις κατά μήκος τού πάσχοντος οστού, οι οποίες θυμίζουν σταγόνα λειωμένου κεριού που ρέει …   Dictionary of Greek

  • οστεομαρμάρωση — η ιατρ. κληρονομική οικογενής νόσος τών οστών με οστεοσκλήρωση που χαρακτηρίζεται από διάχυτη, γενικευμένη πύκνωση τού σκελετού …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”